- ευπρόσκοπος
- εὐπρόσκοπος, -ον (Α)1. αυτός που βλέπει μακριά, ο προνοητικός, ο επιφυλακτικός2. αυτός που δέχεται εύκολα προσβολή ή αδικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό-σκοπος (< προ + -σκοπος < σκοπώ «παρατηρώ»), πρβλ. επί-σκοπος, κατά-σκοπος].
Dictionary of Greek. 2013.